Ἡρόδοτος

Ἡρόδοτος
Ἡρόδοτος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδοτος — ο αρχαίο και σύγχρονο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Геродот — (Ήρόδοτος) Как Ю. Цезарь для Франции или Тацит для Германии, так для нас Г. ближайший и поучительнейший из древних историков. Он посетил некоторые местности нашего юга, дал первые связные сведения, как о самой стране, так и о тогдашних ее… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἡροδότου — Ἡρόδοτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡροδότῳ — Ἡρόδοτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρόδοτε — Ἡρόδοτος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρόδοτοι — Ἡρόδοτος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρόδοτον — Ἡρόδοτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Христу, Петрос — Командир Петрос Христу Петрос …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”